Dictionary of Greek. 2013.
τραβάκ(κ)α — και τραβάτα, η, Ν (διαλ. τ.) 1. κωνική στέγη σπιτιού 2. σκεπή ανεμόμυλου 3. οξυκόρυφο τόξο που υποβαστάζει στέγη … Dictionary of Greek